εμβάς

εμβάς
(-άδος) η уст. туфля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εμβάς" в других словарях:

  • ἐμβάς — felt shoe fem nom sg ἐμβά̱ς , ἐμβαίνω step in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἔμβας — ἐμβαίνω step in aor ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδα — ἐμβάς felt shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδας — ἐμβάς felt shoe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδες — ἐμβάς felt shoe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδι — ἐμβάς felt shoe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδος — ἐμβάς felt shoe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδων — ἐμβάς felt shoe fem gen pl ἐμβαδόν 2 by land masc/fem/neut gen pl ἐμβαδόν 2 by land neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάσιν — ἐμβάς felt shoe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβάδ' — ἐμβάδα , ἐμβάς felt shoe fem acc sg ἐμβάδι , ἐμβάς felt shoe fem dat sg ἐμβάδε , ἐμβάς felt shoe fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»